αναπαραγωγός

αναπαραγωγός
ός , όν 1. воспроизводящий;
2. (ο ) тот, кто выращивает хлеб, плоды, скот и т. п., то есть земледелец, садовод, скотовод

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναπαραγωγός" в других словарях:

  • αναπαραγωγός — ό [αναπαράγω] 1. αυτός που αναπαράγει, που συντελεί στην αναπαραγωγή* 2. το αρσ. ως ουσ. ο αναπαραγωγός γεωργός ή κτηνοτρόφος που ασχολείται με την αναπαραγωγή φυτών ή ζώων …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωτογραφία — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που προορίζεται για τη μεταβίβαση και λήψη εξ αποστάσεως φωτογραφιών ή σχεδίων. Η αρχή λειτουργίας της τ. είναι σε γενικές γραμμές όμοια με αυτή της τηλεόρασης, με τη διαφορά ότι η αναπαραγόμενη εικόνα αποτυπώνεται σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • αναπαράγω — 1. παράγω εκ νέου ή συνεχώς όμοια πράγματα 2. (ειδικά για ζωντανούς οργανισμούς) δημιουργώ ον ομοειδές με εμένα 3. παθ. δημιουργούμαι ή μπορώ να προέλθω από όμοιο ον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»